μπαγιάτης

μπαγιάτης
ουδ. -ι
(συν. το ουδ.) μπαγιάτι
(για το ψωμί) μπαγιάτικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλίας, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και ενισχύεται οικονομικά από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”